- διακένωμα
- διακένωμαspaceneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διακένωμα — διακένωμα, το (Α) [κένωμα] κενό, κενός χώρος … Dictionary of Greek
διακενώματα — διακένωμα space neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)